προωνούμαι

προωνούμαι
-έομαι, Α
αγοράζω κάτι από πριν, προαγοράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὠνοῦμαι «αγοράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προώνηση — η, Ν προαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωνοῦμαι. Η λ., στον λόγιο τ. προώνησις, μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Κυριάκο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”